συλλαβιστός

συλλαβιστός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που διαβάζεται συλλαβή συλλαβή: Διαβάζειακόμη συλλαβιστά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συλλαβιστός — ή, ό, Ν 1. αυτός που εκφωνείται κατά συλλαβές 2. αυτός που διαβάζεται με δυσκολία. επίρρ... συλλαβιστά Ν 1. κατά συλλαβή, με συλλαβισμό 2. (κατ επέκτ.) με δυσκολία στην ανάγνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαβίζω. Η λ., στον λόγιο τ. τού ουδ. συλλαβιστόν,… …   Dictionary of Greek

  • συλλαβιστά — Ν επίρρ. βλ. συλλαβιστός …   Dictionary of Greek

  • ασυλλάβιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε χωρίστηκε στις συλλαβές του, δε συλλαβίστηκε (αντίθ. συλλαβιστός): Αγωνιζόταν να διαβάσει ασυλλάβιστα, αλλά δεν το κατάφερνε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”